ἰσοκίνδυνος

ἰσοκίνδυνος
ἰσο-κίνδῡνος, ον,
A facing equal risks, Th. 6.34;

τισί D.C.41.55

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισοκίνδυνος — ἰσοκίνδυνος, ον (Α) 1. αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον 2. ικανός να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, αξιόμαχος («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», Θουκ.). επίρρ... ἰσοκινδύνως (Α) με τον ίδιο κίνδυνο …   Dictionary of Greek

  • ἰσοκίνδυνος — ἰσοκίνδῡνος , ἰσοκίνδυνος facing equal risks masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • ἰσοκινδύνους — ἰσοκινδύ̱νους , ἰσοκίνδυνος facing equal risks masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκίνδυνοι — ἰσοκίνδῡνοι , ἰσοκίνδυνος facing equal risks masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”